Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017




Κι ἄν ὁ Χριστός δεν ἦταν ἀλήθεια, πάλι δέ θά τόν ἄλλαζα μέ ΤΙΠΟΤΑ!



ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΚΥΡΜΕΛΗΣ



    «Κι ἄν ὁ  Χριστός δεν ἦταν ἀλήθεια, πάλι δέ θά τόν ἄλλαζα μέ τίποτα».                
    
     Ἡ φοβερή αὐτή φράση μέ συγκλονίζει κάθε φορά πού βλέπω τόν κόσμο νά ἑτοιμάζεται γιά τά Χρστούγεννα.Ἴσως νά μή γνωρίζει τό μέγα  βάθος καί πλάτος τῆς Γιορτῆς. Ἴσως νά μή φλέγεται γιἀ ἀγάπη καί ἀπό ἀγάπη. Ἴσως νά μή ζεῖ τό μυστήριο τῆς Ἐπιφάνειας τοῦ Θεοῦ. Ἐξ ἄλλου «εἰς τά ἴδια ἦλθε και οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον». Τόν  ἀπέρριψαν. Δυό χιλιάδες χρόνια τώρα κάνουμε τό ἴδιο. Ἀπορρίπτουμε τήν προσφερόμενη  ἀγάπη. ἀπ’ τό Θεό πρῶτα,ἀπ’τούς διπλανούς μας ὕστερα. Καί τελικά ἀπ’τόν ἑαυτό μας.. Μυθοδίαιτο εἶπαν τόν ἄνθρωπο. Κι ἀληθεύει. Δέν μπορεῖ χωρίς μύθους πού συγκροτοῦν  καί ὑλοποιοῦν τήν ἰδέα.  Μά καλύτερα νά τόν ὀνόμαζαν ἀγαποδίαιτο. Τούς συγκλονισμούς  τῆς ἀγάπης, τά ρίχτερ πού μᾶς συντρίβουν, τό εἶναι πού μᾶς δίνει ἡ ἀγάπη,  τά βάσανα καί οἱ ὀδύνες πού τήν ἀκολουθοῦν καί μᾶς καθαίρουν, μᾶς λαμπρύνουν  καί λαμπυρίζουν τό λόγο καί τούς λόγους ὅλων τῶν πραγμάτων, ὅλ’ αὐτά καί ἄλλα πολλά καί ὄμορφα, δικαιολογοῦν τόν πιό πάνω χρακτηρισμό τοῦ ἀνθρώπου,  ὄν ἀγαποδίαιτο. ‘Αγάπη! Πρίν πῶ  τό ὄνομά σου ἤμουν  βουβός. Πρίν σέ γνωρίσω ἤμουν ἄγνωστος στόν ἑαυτό μου.  Τυφλός στήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου. Χωρίς παράθυρα. Κλεισμένος στα τείχη τῆς ἀποξένωσης. Στό βάθος τῆς κόλασης πού πάγωνε τήν ψυχή μου, αὐτό, τελος πάντων, πού δῆθεν εἶχα και οἱ ἄλλοι το ὀνόμαζαν ψυχή. Αὐτό το τίποτα. Το μέσα μου χάος. Τό σκοτάδι τό ἐσώτερο. Τόν  τελευταῖο καί παγωμένο κύκλο τῆς «Κόλασης», ὅπου τό κακό φαίνεται  σαρκωμένο σ’ὅλη του τήν ἀσκήμια. Ἐκεῖ πού ἡ ὀδύνη εἶναι ἑνωμένη μόνο μέ τά κορμιά, γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο. Αὐτό δέν μᾶς εἶπαν σιγά στήν ἀρχή, βίαια κι ἀναίσχυντα  κάθε μέρα πλέον ὅτι εἶναι ἡ ἀγάπη; Κι ἐγώ ἐνέδωσα. Κι ἕνωσα τή ζωή μου μέ τήν ὀδύνη καί τό σπαρατγμό. Ἤξερα πλέον ὅτι μόνο ἡ ὀδύνη συνοδεύει τό μυθοδίαιτο τοῦτο ὄν. Κι ἔπλασα μύθους νά βγῶ ἀπό την κόλαση.  Κι εἶπα πώς ἤμουν φυλακισμένος στο κάτω «σπήλαιο». Μά ὅσο κι ἄν προσπάθησα δέν μπόρεσα νά βγῶ.. Τί ἀγώνας, Θεέ μου!, τι σπαραγμός νἀ κυλάει πάλι ἀπ’ τήν  ἀρχή τό λιθάρι μου. Κι ἀγάπησα. Πολλές φορές. Κάθε φορά νέος κόσμος, τραγικά ὡραῖος. Κάθε φορά καί νέα αὐταπάτη.  Παιδί τῆς  ἀπάτης κι  αὐταπάτης ὁ ἔρωτας. Ταυτόχρονα πατέρας τῆς ἀπογοήτευσης. Πλήρωσα μέ  αἶμα τή λίγη  χαρά. Μέ θάνατο ἀπάνθρωπο., μέ ποτάμια δυστυχίας. Μοῦ ἔδειξαν μιά κλωστή κόκκινη. Εἶναι, λέει, ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἕνας τεράστιος χάρτης λερωμένος μέ κηλίδες αἵματος, προδομένης ἀγάπης. Ποῦ εἶναι τό ἀγαποδίαιτο ὄν;  Ἔψαξα σάν τρελός παντοῦ. Στούς πρώτους καί πρωτόγονους. Στούς μετά καί σοφούς. Στούς μετέπειτα ἔξυπνους. Στούς σύγχρονους τεχνοκράτες. Σ’ Ἀνατολή καί Δύση, προπάντων  στή Δύση τῶν φώτων. Παντοῦ φωτερά σκοτάδια. Σκληρά κι ἀπάνθρωπα. Το μηστήριο  ταῆς ἀνομίας να βασιλεύει σε κάτι σπλάγχνα πού οἱ ἄνθρωποι τά όνόμαζαν καρδιές. Μ’ ἕνα ὑγρό μέσα-βοῦρκος-τό νερό τῆς ζωῆς. Μά ἐμένα μοῦ φάνηκε τοῦ θανάτου. Πῶς εἶναι ἔτσι ὁ κόσμος, διαλογίσθηκα. Ποῦ εἶναι ἠ ζωή, ἡ ὀμορφιά πού θά σώσει τόν κόσμο; Ποῦ ἡ θαλπωρή, ἡ ζεστή ἀνάσα, ἡ ζείδωρη ματιά, τό γλυκό βλέμμα; Ἡ αὔρα ἡ οὐράνια;  

 Σ’ἀναζήτησα Θεέ μου!  Παντοῦ. Στούς πλανῆτες, στά κύταρα, στούς νευρῶνες τοῦ ἐγκεφάλου μου, στ’ἄγρια μάτια τοῦ διπλανοῦ μου!  Μέσα μου ἄκουγα μιά ἀδυσώπητη φωνή «Τοιοῦδε μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα, πρίαν ἄν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανῆ…» . Ὤ, μάταιες οἱ προσδοκίες, φροῦδες οἱ   ἐλπίδες.
  - Γύρισα ξάγρυπνος καί εἶδα το οὐράνιο χάος…περίεργο! Τα’ἀστέρια ἔλαμπαν τή βραδυά  ἐκείνη.  Δεν  ἦταν, λέει, πλέον χάος, μά το χάος πῆρε μιά ὀμορφιά κι ἔγινε κάλλος, ἔγινε κόσμος, ἔγινε ἀγάπη πολλή, ἔγινε χείμαρος, πλησμονή, πάθος ἀγάπης, πλημμύρα ἀστεριῶν. Γέμισε ὁ κόσμος Θεό, ναί  χειροπιαστό. Μιά μορφή ἁπαλή, να, ἕνα παιδί-μικρό βρέφος- μέ μάτια τ’ ἀστέρια τ’οὐρανοῦ, μέ τά χεράκια του νά κρατοῦν μιά ματωμένη καρδιά, ἄ, ναί, αὐτή ἦταν ἡ καρδιά  τοῦ κόσμου, τοῦ αἰώνιου δερμάτινου ἀνθρώπου. Τήν καθαρίζει προσεκτικά, τή θωπεύει καί τήν τοποθετεῖ  ἐδῶ πού εἶναι τώρα,. Μαζεύει καί τά συντρίμμια τοῦ Νοῦ, τοῦ Λόγου, τά βάζει  δίπλα στό κέντρο τοῦ νέου, τοῦ καινούργιου πλέον ἀγαποδίαιτου ὄντος. Κι αὐτό ἔλαμψε, ἔγινε λαμπυρίζον πρόσωπο. Ὅλα στή θέση τους. Ὄμορφα. Μιά ὀμορφιά ἀνατανάκλαση τῆς δικιᾶς του μορφῆς. Στήριγμα καί βάση και βάθρο ἡ νέα Θεανθρώπινη  φύση τοῦ ἀνθρώπου. Πάλι  « ὁ Λόγος σάρξ  ἐγένετο» . Πάλι ὁ ἄνθρωπος θεογέννητοςΔέν γεννήθκε μόνο ὁ Χριστός στό σπήλαιο. Γεννήθηκε κι ὁ ἄνθρωπος. Γυρίζω καί βλέπω δίπλα μου: ἡ ἀγριότητα τοῦ κόσμου δέ χάθηκε. Πολιορκεῖ  τό αἰώνιο βρεφος!     Μά πολιορκεῖται ἰσχυρά κι ἐκείνη. Γαληνεύω. Ὑπάρχει Προσδοκία. Ὑποβόσκει βασίμως  Ἐλπίδα. Ἀχνοφέγγει   Βεβαιότητα!      

    Χριστούγεννα σήμερα! Καινά ὅλα. Παιδίον νέον. Κόσμος νέος λουσμένος στό ἄχραντο φῶς τοῦ Θείου Βρέφους. Εὐφραίνεσθε δίκαιοι. Κοινοί θνητοί, κάψτε τίς φροῦδες ἐλπίδες σας. Λουστεῖτε στό φῶς πού λάμπει ἐκεῖ στό βάθος κάθε ἀπόκρυφης, ἐσώτερης Βηθλεέμ. Ἐκεῖ πού τό ἄκτιστο προσλαμβάνει τό  κτιστό σ’ἕνα πανηγύρι  ἀγαπητικό. Ἐκεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ἀγαποδίαιτος, μά μιά μεγάλη κι ὁλοκληρωμένη ζέουσα ἀγάπη-καρδιά, ἕνα θεανθρώπινο σύμπαν μέ προεξαρχουσα τή μορφή τοῦ Θεανθρώπου.]
Γι αὐτό ὁ Ντοστογιέφσκυ ἐπιμένει νά μήν  ἀλλάζεις τό Χριστό μέ Τίποτα, οὔτε μέ τήν ἀλήθεια.  !                                



                                                                                                                                  
Ευλογημένα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !